παρνασσία

παρνασσία
(parnassia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των σαξιφραγιδών, με περίπου 25 είδη, που φυτρώνουν στις υγρές εύκρατες και ψυχρές περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής. Είναι πόες μονοετείς ή πολυετείς με φύλλα απλά, παράρριζα και έμμισχα. Τα άνθη τους είναι κίτρινα και πολύ αρωματικά. Στην Ελλάδα υπάρχει το είδος π. η ελοχαρής, φυτό των ορεινών βάλτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παρνασσία — Παρνασσίᾱ , Παρνάσσιος fem nom/voc/acc dual Παρνασσίᾱ , Παρνάσσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρνασσίᾳ — Παρνασσίᾱͅ , Παρνάσσιος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρνασσίαν — Παρνασσίᾱν , Παρνάσσιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλάς — άδος, ἡ, Α 1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ ἐς δόμους», Αισχύλ.) 2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ ἄδεσμον τόνδ ἔχουσα», Ευρ.) 3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.) 4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά …   Dictionary of Greek

  • γενίστα — Θάμνος, της οικογένειας των ψυχανθών, κρεμοκλαδής, άφυλλος (τα μικρά φύλλα του εμφανίζονται μόνο την άνοιξη), ύψους 2 3 μ. Είναι γνωστός και ως εχίνοπας. Τα λεπτά κλαδιά του γεμίζουν κατά τον χειμώνα με πολλά λευκά αρωματικά άνθη. Ο καρπός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”