Παρνασσία — Παρνασσίᾱ , Παρνάσσιος fem nom/voc/acc dual Παρνασσίᾱ , Παρνάσσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσίᾳ — Παρνασσίᾱͅ , Παρνάσσιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσίαν — Παρνασσίᾱν , Παρνάσσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλάς — άδος, ἡ, Α 1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ ἐς δόμους», Αισχύλ.) 2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ ἄδεσμον τόνδ ἔχουσα», Ευρ.) 3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.) 4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά … Dictionary of Greek
γενίστα — Θάμνος, της οικογένειας των ψυχανθών, κρεμοκλαδής, άφυλλος (τα μικρά φύλλα του εμφανίζονται μόνο την άνοιξη), ύψους 2 3 μ. Είναι γνωστός και ως εχίνοπας. Τα λεπτά κλαδιά του γεμίζουν κατά τον χειμώνα με πολλά λευκά αρωματικά άνθη. Ο καρπός του… … Dictionary of Greek